- ἀρχιγραμματέα
- ἀρχιγραμματέᾱ , ἀρχιγραμματεύςchief clerkmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… … Dictionary of Greek
Κτενάς, Χριστόφορος — (Λευκάδα 1864 – 1940). Λόγιος, αρχιμανδρίτης και συγγραφέας. Σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ενώ ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1884 έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και αργότερα ανέλαβε το… … Dictionary of Greek
Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… … Dictionary of Greek
Οικονόμου, Μάνθος — (1754 – 1820). Λόγιος και Φιλικός. Ήταν γραμματέας του Αλή πασά και άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο Κουκούλι και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου φοίτησε στη σχολή που υπήρχε τότε εκεί. Έμαθε τη γαλλική… … Dictionary of Greek
αρχιγραμματέας, ο — αρχιγραμματέας, ο, η ο προϊστάμενος των γραμματέων: Η ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας έχει αρχιγραμματέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)